- συνεκφαντικός
- συνεκ-φαντικός, ή, όν,A connotative, EM30.8, An.Ox.1.436.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεκφαντικός — ή, όν, Α [συνεκφαίνω] αυτός που δηλώνει από μόνος του και κάτι άλλο («εἴδη τοῡ κτητικοῡ τρία... συνεκφαντικὸν τὸ συνεκφαῑνόν τι μεθ ἑαυτοῡ οἷον γραμματικός συνεκφαίνει γὰρ τὴν γραμματικήν», Μέγα Ετυμολογικόν) … Dictionary of Greek
συνεκφαντικόν — συνεκφαντικός connotative masc acc sg συνεκφαντικός connotative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)